- Δικαιογένης
- Δικαιογένηςmasc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Δικαιογένης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικαιογένην — Δικαιογένης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek